«Πού θες να ξέρω το ρύζι τι είναι; Πώς να ξέρω ποιος ξέρει τι είναι; Ιδέα δεν έχω τι είναι το ρύζι. Ξέρω μονάχα την τιμή του»
"Die Massnahme: Μπερτολντ Μπρεχτ"
Ελλάδα, έτος 2000. Βρισκόμαστε στην αρχή της σχολικής χρονιάς, μιαν αρχή που «τραβάει» απελπιστικά. Εδώ κι 1 μήνα περίπου, από τους 9 όλους κι όλους που διαρκεί το διδακτικό έτος, δεν υπάρχουν ακόμα οι προϋποθέσεις για ομαλή εκπαιδευτική δραστηριότητα.
Είναι η σημαδιακή χρονιά που ολοκληρώθηκε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, βελτιώθηκε κιόλας και πλήρης πια θα φέρει μια καινούργια πνοή και θα πάψει να ταλανίζει ενδιαφερόμενους και μη (λες και θα έπρεπε να υπάρχουν μη άμεσα ενδιαφερόμενοι).
Κι όμως μερικά βιβλία δεν έχουν έλθει στα σχολεία. Και η ανακοίνωση για την ύλη που πρόκειται να διδαχτεί, έφτασε μόλις χθες. Το Υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε ότι πλέον η διδακτέα και η εξεταστέα ύλη θα ταυτίζονται και η ανακοίνωσή τους θα γίνει στο τέλος Σεπτέμβρη. Βέβαια εδώ τίθεται ένα απλό ερώτημα: Πώς γίνεται μάθημα, αφενός χωρίς κάπρια βιβλία, αφετέρου μη γνωρίζοντας τη διδακτέα ύλη; Οι καθηγητές άραγε καλούνται να κάνουν τους μάντεις των προθέσεων του Υπουργού;
Απ’ την άλλη πλευρά, δεν είναι κατανοητό γιατί αυτή η ταύτιση διδακτέας και εξεταστέας ύλης ανακοινώθηκε σαν σοβαρή καινοτομία που ωθεί τα εκπαιδευτικά πράγματα προς τα μπρος. Δηλαδή είναι τόσο κακό να διδαχτούν οι μαθητές και κάτι στο οποίο δεν πρόκειται να εξεταστούν; Ποια είναι η φιλοσοφία αυτής της ρύθμισης που πακετάρει την γνώση σε εξετάσιμα κουτάκια;
Είναι φανερό ότι, ανεξάρτητα από θεσμικές ρυθμίσεις, οι έννοιες εκπαίδευση και παιδεία που ούτως ή άλλως είναι διαφορετικές απομακρύνονται όλο και πιο πολύ. Στόχος πια της εκπαίδευσης δεν είναι η παιδεία. Στόχος είναι η παραγωγή διπλωματούχων κάθε επιπέδου που θα στελεχώσουν ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις. Πουθενά δεν προβάλλεται η ανάγκη για απόκτηση κουλτούρας. Δεν χρειάζεται διότι δεν είναι άμεσα εξαργυρώσιμη.
Βέβαια αυτή η λογική έχει ένα σοβαρό αδιέξοδο. Δεν μπορείς να παράγεις επ’ άπειρον εξειδικευμένους προλετάριους. Οι μαθητές απεγνωσμένα αναζητούν σχολές που υπόσχονται επαγγελματική αποκατάσταση και φυσικά δεν υπάρχουν. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην βρίσκουν νόημα – όλο και πιο πολλοί – σ’ αυτήν την προσπάθεια αφού είναι σχεδόν σίγουρο ότι τελειώνοντας τις σπουδές τους, απλά θα προστεθούν στην ήδη υπάρχουσα στρατιά των ανέργων ή θα απασχοληθούν σε κάτι τελείως άσχετο απ’ αυτό για το οποίο ξεκίνησαν.
Ζούμε σε «προηγμένη» κοινωνία δηλαδή έντονα ανταγωνιστική και ολοκληρωτική η οποία προβάλλει σ’ αυτά τα παιδιά το ιδεώδες του εξαρτήματος γραφειοκρατικών μηχανισμών κι έτσι η εκπαίδευση προσανατολίζεται στα τυπικά προσόντα και στην λειτουργικότητα δημιουργώντας διανοητικές μηχανές δηλαδή πνευματικά περιορισμένους ειδικούς.
Ακόμα όμως και σ’ αυτό το μοντέλο εκπαίδευσης οι βιαστικές κρίσεις μπορεί να πέσουν στο κενό.
Το ότι φέτος ένα μεγάλο ποσοστό υποψηφίων αρίστευσε δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Πέρυσι ένα σημαντικό ποσοστό απ’ αυτά τα παιδιά βρίσκονταν στο τέλος της Β΄ Λυκείου και δεν κατάφερε να περάσει την τάξη. Τα προηγούμενα χρόνια με το παλιό σύστημα των δεσμών ποσοστά του 70% έως 80% κάτω από τη βάση ήταν φυσιολογικά. Είναι στο χέρι της επιτροπής θεμάτων να ρυθμίσει ποσοστιαία το τελικό αποτέλεσμα αφού είναι στην ευχέρεια της το επίπεδο των θεμάτων. Έτσι το σκαμπανέβασμα στα ποσοστά των αριστούχων ή των αποτυχόντων δεν πρέπει να μας λέει και πολλά πράγματα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ελευθερία" της Καλαμάτας το 2000
"Die Massnahme: Μπερτολντ Μπρεχτ"
Ελλάδα, έτος 2000. Βρισκόμαστε στην αρχή της σχολικής χρονιάς, μιαν αρχή που «τραβάει» απελπιστικά. Εδώ κι 1 μήνα περίπου, από τους 9 όλους κι όλους που διαρκεί το διδακτικό έτος, δεν υπάρχουν ακόμα οι προϋποθέσεις για ομαλή εκπαιδευτική δραστηριότητα.
Είναι η σημαδιακή χρονιά που ολοκληρώθηκε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, βελτιώθηκε κιόλας και πλήρης πια θα φέρει μια καινούργια πνοή και θα πάψει να ταλανίζει ενδιαφερόμενους και μη (λες και θα έπρεπε να υπάρχουν μη άμεσα ενδιαφερόμενοι).
Κι όμως μερικά βιβλία δεν έχουν έλθει στα σχολεία. Και η ανακοίνωση για την ύλη που πρόκειται να διδαχτεί, έφτασε μόλις χθες. Το Υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε ότι πλέον η διδακτέα και η εξεταστέα ύλη θα ταυτίζονται και η ανακοίνωσή τους θα γίνει στο τέλος Σεπτέμβρη. Βέβαια εδώ τίθεται ένα απλό ερώτημα: Πώς γίνεται μάθημα, αφενός χωρίς κάπρια βιβλία, αφετέρου μη γνωρίζοντας τη διδακτέα ύλη; Οι καθηγητές άραγε καλούνται να κάνουν τους μάντεις των προθέσεων του Υπουργού;
Απ’ την άλλη πλευρά, δεν είναι κατανοητό γιατί αυτή η ταύτιση διδακτέας και εξεταστέας ύλης ανακοινώθηκε σαν σοβαρή καινοτομία που ωθεί τα εκπαιδευτικά πράγματα προς τα μπρος. Δηλαδή είναι τόσο κακό να διδαχτούν οι μαθητές και κάτι στο οποίο δεν πρόκειται να εξεταστούν; Ποια είναι η φιλοσοφία αυτής της ρύθμισης που πακετάρει την γνώση σε εξετάσιμα κουτάκια;
Είναι φανερό ότι, ανεξάρτητα από θεσμικές ρυθμίσεις, οι έννοιες εκπαίδευση και παιδεία που ούτως ή άλλως είναι διαφορετικές απομακρύνονται όλο και πιο πολύ. Στόχος πια της εκπαίδευσης δεν είναι η παιδεία. Στόχος είναι η παραγωγή διπλωματούχων κάθε επιπέδου που θα στελεχώσουν ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις. Πουθενά δεν προβάλλεται η ανάγκη για απόκτηση κουλτούρας. Δεν χρειάζεται διότι δεν είναι άμεσα εξαργυρώσιμη.
Βέβαια αυτή η λογική έχει ένα σοβαρό αδιέξοδο. Δεν μπορείς να παράγεις επ’ άπειρον εξειδικευμένους προλετάριους. Οι μαθητές απεγνωσμένα αναζητούν σχολές που υπόσχονται επαγγελματική αποκατάσταση και φυσικά δεν υπάρχουν. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην βρίσκουν νόημα – όλο και πιο πολλοί – σ’ αυτήν την προσπάθεια αφού είναι σχεδόν σίγουρο ότι τελειώνοντας τις σπουδές τους, απλά θα προστεθούν στην ήδη υπάρχουσα στρατιά των ανέργων ή θα απασχοληθούν σε κάτι τελείως άσχετο απ’ αυτό για το οποίο ξεκίνησαν.
Ζούμε σε «προηγμένη» κοινωνία δηλαδή έντονα ανταγωνιστική και ολοκληρωτική η οποία προβάλλει σ’ αυτά τα παιδιά το ιδεώδες του εξαρτήματος γραφειοκρατικών μηχανισμών κι έτσι η εκπαίδευση προσανατολίζεται στα τυπικά προσόντα και στην λειτουργικότητα δημιουργώντας διανοητικές μηχανές δηλαδή πνευματικά περιορισμένους ειδικούς.
Ακόμα όμως και σ’ αυτό το μοντέλο εκπαίδευσης οι βιαστικές κρίσεις μπορεί να πέσουν στο κενό.
Το ότι φέτος ένα μεγάλο ποσοστό υποψηφίων αρίστευσε δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Πέρυσι ένα σημαντικό ποσοστό απ’ αυτά τα παιδιά βρίσκονταν στο τέλος της Β΄ Λυκείου και δεν κατάφερε να περάσει την τάξη. Τα προηγούμενα χρόνια με το παλιό σύστημα των δεσμών ποσοστά του 70% έως 80% κάτω από τη βάση ήταν φυσιολογικά. Είναι στο χέρι της επιτροπής θεμάτων να ρυθμίσει ποσοστιαία το τελικό αποτέλεσμα αφού είναι στην ευχέρεια της το επίπεδο των θεμάτων. Έτσι το σκαμπανέβασμα στα ποσοστά των αριστούχων ή των αποτυχόντων δεν πρέπει να μας λέει και πολλά πράγματα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ελευθερία" της Καλαμάτας το 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου