Για κείνον που αισθάνεται τον εαυτό του συνυφασμένο με την μοίρα του κόσμου, η φθορά των πολιτισμών έχει κάτι το αγωνιακό.
Albert Camys «Ο Μύθος τον Σίσυφου»
Η προσπάθεια που γίνεται από καθηγητές των θετικών επιστημών, ώστε δύσκολες έννοιες να γίνουν κατανοητές απ’ τους μαθητές τους, σκοντάφτει συνήθως στην ανεπαρκή γνώση της γλώσσας. Δυστυχώς αυτή η ανεπάρκεια υπάρχει και στους δύο πόλους αυτής της αλληλεπίδρασης.
Είναι βέβαιο ότι την μεγαλύτερη βαρύτητα έχει αυτό καθ’ εαυτό το μήνυμα που μεταφέρεται απ’ τον καθηγητή στον μαθητή σαν αντικειμενικό σύστημα πληροφοριών. Καταντά όμως αναποτελεσματική η διαδικασία όταν δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν η σχέση μεταξύ μηνύματος και παραλήπτη (μαθητή), δηλαδή το γεγονός ότι η ερμηνευτική δυνατότητα του παραλήπτη είναι αυτή που δίνει αξία στην πληροφορία.
Ο ρόλος της γλώσσας στην διαμόρφωση αντίληψης είναι καθοριστικός. Σε πολλούς γνωσιολογικούς τομείς προϋπάρχει η «αυθόρμητη γνώση» αυτή δηλαδή που αποκτάται από την επαφή με την καθημερινότητα και είναι συνεπής με απλοϊκές ερμηνείες, αλλά βρίσκεται μακριά απ’ την επιστημονική γνώση και αλήθεια.
Είναι εύκολο να διαπιστωθούν τα παραπάνω αν γίνει η απλή ερώτηση – όχι απαραίτητα σε μαθητές: «Τι συμβαίνει όταν ένα κομμάτι μετάλλου πέσει σε δοχείο που περιέχει οξύ;» Η απάντηση έρχεται αβίαστα: «Το οξύ διαλύει το μέταλλο». Στην απάντηση αυτή υπάρχει η λογική του δράστη και του θύματος και φυσικά δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Το οξύ και το μέταλλο αντιδρούν παράγοντας κάποια προϊόντα, λειτουργώντας ισότιμα σε μια χημική διεργασία. Δεν υπάρχει λόγος να αναλωθούμε σε παρόμοια παραδείγματα που αναδεικνύουν το πρόβλημα. Είναι γνωστό ότι η ανθρωπότητα έζησε επί είκοσι περίπου αιώνες με το Αριστοτέλειο σύστημα ιδεών που κληροδοτήθηκε στον δυτικό πολιτισμό απ’ την Αρχαία Ελλάδα και τροφοδότησε μια λογική, σύμφωνα με την οποία ισχύουν δόγματα σαν το «Quod ubique, quod ab omnibus et quod semper creditum est id firmissime credendum puta» (Ό,τι είναι παντού, ό,τι πιστεύεται απ’ όλους και ό,τι πιστευόταν πάντα, αυτό να θεωρείς άξιο σταθερότερης πίστης). Και ενώ η παραπάνω ρήση μπορεί να ‘χει μεγάλη αξία στις θρησκευτικές ανάγκες, όταν γίνει εργαλείο κατανόησης του κόσμου δεν λειτουργεί σωστά διότι τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκο αν θυμηθούμε ότι οι θετικές επιστήμες χρησιμοποιούν μια γλώσσα – κώδικα με όρους που έχουν εκλεγεί απ’ την καθημερινή όπως π.χ.: διάθλαση, φωταύγεια, κβάντωση, εμπέδηση κ.λπ. Έτσι μπορεί ο μαθητής να τις χρησιμοποιεί σωστά κατά περίπτωση αλλά ποτέ δεν μπαίνει στην εσωτερική τους λογική. Απλά κάποιος του εξηγεί το φαινόμενο της διάθλασης και του το ορίζει σαν διάθλαση χωρίς να συζητήσει τη λέξη. Αυτό λοιπόν που μένει σαν «γνώση» είναι ένα απομονωμένο σχήμα αυστηρά περιορισμένο στο εργαστήριο ή στις σελίδες ενός βιβλίου που δεν μπορεί να γίνει αφετηρία για παραπέρα σκέψεις ή γενικεύσεις, σε φαινόμενα του κόσμου που μας περιβάλλει.
Έτσι ο καθηγητής δεν έχει μόνο την υποχρέωση να μεταφέρει την πληροφορία αλλά και να αντιπαλέψει την λανθασμένη πολλές φορές εικόνα. Χωρίς να ’ναι στόχος ν’ αναφερθούμε γενικότερα στο ρόλο του καθηγητή, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το αποτέλεσμα. Άνθρωποι που τελειώνουν τις σπουδές τους στην όποια βαθμίδα εκπαίδευσης μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, δυστυχώς όχι μεγάλο, ξεχνούν τα περισσότερα θεωρώντας το μάλιστα πολύ λογικό αφού έτσι κι αλλιώς αυτά που έμαθαν δεν είναι γνώση που αφορά την από ’κει και πέρα ζωή τους. Εμφανίζεται λοιπόν το φαινόμενο να ντρεπόμαστε για την άγνοιά μας σε θέματα τέχνης ή πολιτικής, αλλά να μην ντρεπόμαστε καθόλου όταν πατώντας ένα κουμπί στην τηλεόραση δεν γνωρίζουμε πώς λειτουργεί, νιώθοντας την έκπληξη του πρωτόγονου μπροστά στο «θαύμα» της «επελαύνουσας» τεχνολογίας.
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ελευθερία" της Καλαματας το 2000)
Albert Camys «Ο Μύθος τον Σίσυφου»
Η προσπάθεια που γίνεται από καθηγητές των θετικών επιστημών, ώστε δύσκολες έννοιες να γίνουν κατανοητές απ’ τους μαθητές τους, σκοντάφτει συνήθως στην ανεπαρκή γνώση της γλώσσας. Δυστυχώς αυτή η ανεπάρκεια υπάρχει και στους δύο πόλους αυτής της αλληλεπίδρασης.
Είναι βέβαιο ότι την μεγαλύτερη βαρύτητα έχει αυτό καθ’ εαυτό το μήνυμα που μεταφέρεται απ’ τον καθηγητή στον μαθητή σαν αντικειμενικό σύστημα πληροφοριών. Καταντά όμως αναποτελεσματική η διαδικασία όταν δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν η σχέση μεταξύ μηνύματος και παραλήπτη (μαθητή), δηλαδή το γεγονός ότι η ερμηνευτική δυνατότητα του παραλήπτη είναι αυτή που δίνει αξία στην πληροφορία.
Ο ρόλος της γλώσσας στην διαμόρφωση αντίληψης είναι καθοριστικός. Σε πολλούς γνωσιολογικούς τομείς προϋπάρχει η «αυθόρμητη γνώση» αυτή δηλαδή που αποκτάται από την επαφή με την καθημερινότητα και είναι συνεπής με απλοϊκές ερμηνείες, αλλά βρίσκεται μακριά απ’ την επιστημονική γνώση και αλήθεια.
Είναι εύκολο να διαπιστωθούν τα παραπάνω αν γίνει η απλή ερώτηση – όχι απαραίτητα σε μαθητές: «Τι συμβαίνει όταν ένα κομμάτι μετάλλου πέσει σε δοχείο που περιέχει οξύ;» Η απάντηση έρχεται αβίαστα: «Το οξύ διαλύει το μέταλλο». Στην απάντηση αυτή υπάρχει η λογική του δράστη και του θύματος και φυσικά δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Το οξύ και το μέταλλο αντιδρούν παράγοντας κάποια προϊόντα, λειτουργώντας ισότιμα σε μια χημική διεργασία. Δεν υπάρχει λόγος να αναλωθούμε σε παρόμοια παραδείγματα που αναδεικνύουν το πρόβλημα. Είναι γνωστό ότι η ανθρωπότητα έζησε επί είκοσι περίπου αιώνες με το Αριστοτέλειο σύστημα ιδεών που κληροδοτήθηκε στον δυτικό πολιτισμό απ’ την Αρχαία Ελλάδα και τροφοδότησε μια λογική, σύμφωνα με την οποία ισχύουν δόγματα σαν το «Quod ubique, quod ab omnibus et quod semper creditum est id firmissime credendum puta» (Ό,τι είναι παντού, ό,τι πιστεύεται απ’ όλους και ό,τι πιστευόταν πάντα, αυτό να θεωρείς άξιο σταθερότερης πίστης). Και ενώ η παραπάνω ρήση μπορεί να ‘χει μεγάλη αξία στις θρησκευτικές ανάγκες, όταν γίνει εργαλείο κατανόησης του κόσμου δεν λειτουργεί σωστά διότι τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκο αν θυμηθούμε ότι οι θετικές επιστήμες χρησιμοποιούν μια γλώσσα – κώδικα με όρους που έχουν εκλεγεί απ’ την καθημερινή όπως π.χ.: διάθλαση, φωταύγεια, κβάντωση, εμπέδηση κ.λπ. Έτσι μπορεί ο μαθητής να τις χρησιμοποιεί σωστά κατά περίπτωση αλλά ποτέ δεν μπαίνει στην εσωτερική τους λογική. Απλά κάποιος του εξηγεί το φαινόμενο της διάθλασης και του το ορίζει σαν διάθλαση χωρίς να συζητήσει τη λέξη. Αυτό λοιπόν που μένει σαν «γνώση» είναι ένα απομονωμένο σχήμα αυστηρά περιορισμένο στο εργαστήριο ή στις σελίδες ενός βιβλίου που δεν μπορεί να γίνει αφετηρία για παραπέρα σκέψεις ή γενικεύσεις, σε φαινόμενα του κόσμου που μας περιβάλλει.
Έτσι ο καθηγητής δεν έχει μόνο την υποχρέωση να μεταφέρει την πληροφορία αλλά και να αντιπαλέψει την λανθασμένη πολλές φορές εικόνα. Χωρίς να ’ναι στόχος ν’ αναφερθούμε γενικότερα στο ρόλο του καθηγητή, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το αποτέλεσμα. Άνθρωποι που τελειώνουν τις σπουδές τους στην όποια βαθμίδα εκπαίδευσης μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, δυστυχώς όχι μεγάλο, ξεχνούν τα περισσότερα θεωρώντας το μάλιστα πολύ λογικό αφού έτσι κι αλλιώς αυτά που έμαθαν δεν είναι γνώση που αφορά την από ’κει και πέρα ζωή τους. Εμφανίζεται λοιπόν το φαινόμενο να ντρεπόμαστε για την άγνοιά μας σε θέματα τέχνης ή πολιτικής, αλλά να μην ντρεπόμαστε καθόλου όταν πατώντας ένα κουμπί στην τηλεόραση δεν γνωρίζουμε πώς λειτουργεί, νιώθοντας την έκπληξη του πρωτόγονου μπροστά στο «θαύμα» της «επελαύνουσας» τεχνολογίας.
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ελευθερία" της Καλαματας το 2000)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου