Halt,
φώναξε ο σκοπός απ’ το φυλάκιο στη γωνία του στρατοπέδου. Ξέρεις, εκεί στη
Λακωνικής. Ήταν περασμένες οχτώ, αλλά
καλοκαίρευε πια και βάσταγε το φως ακόμα. Η απαγόρευση όμως ήταν στις εφτά κι
έτσι κουνούπι δεν κυκλοφόραγε.
Η γριά η Λιού, του Λία του Σκαλέα ντε, ζαλωμένη με τον μπόγο
που κουβάλαγε απ’ το Πραστίο πέντε ώρες δρόμο και γι’ αυτό σκυφτή, σήκωσε τα
μάτια και κοίταξε το νεαρό -σχεδόν παιδί – με το ατσάλινο κράνος χωμένο βαθιά
ως τα μάτια και τη γκρίζα μάλλινη στολή, που έχοντας κατεβάσει το αυτόματο απ’
τον ώμο, ξαναφώναξε κάτι σαν γαύγισμα.
Τι να λέει τώρα τρομάρα του; Άσε με στη συφορά μου χριστιανέ
μου. Λίγο ακόμα να φτάσω στο μανιατοπάζαρο, να ξαποστάσω.
Άκουσε το μπαμ. Μέσα από τα κλειστά παράθυρα ζούσα κι εγώ όπως
κι άλλοι πολλοί, την ματαίωση της
λογικής και την κυριαρχία του παράλογου. Κανείς δεν κότησε να βγει. Τη μαζέψαν το πρωί με το κάρο της
Δημαρχίας.
Γιατί δεν κατάλαβε.
1 σχόλιο:
Yπέροχο κείμενο...το αναδημοσιεύω στο μπλογκ μου
Ιωάννα Σκαντζέλη
Δημοσίευση σχολίου