Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Στο βαπόρι για την Αμέρικα.



 Που λες, εκείνα τα χρόνια πολύς κόσμος έφευγε στην Αμερική να βρει την τύχη του. Και δεν ήταν όλοι φτωχοί που ψάχναν για δουλειά. Ήταν κι άλλοι που ’πρεπε να φύγουν. Να σα ντον Γιάννη. Ήμουν δεν ήμουν δεκατρίο χρονώ και κείνο το βράδυ ότι είχα βγει από τον αργαλειό και τύλιγα το νήμα στη σαΐτα για να γλυτώσω απ’ τις φωνές, όταν άκουσα το χτύπημα στο τζαμιλίκι της πόρτας. Ποτές δεν κατάλαβα γιατί οι πόρτες αυτές είχαν τα τζάμια απέξω και τα ξύλινα παντζούρια από την μέσα μεριά.
Σιγανό χτύπημα, παρακλητικό σα να θελε να μην ακουστεί, σα να το μετάνιωσε την στιγμή που χτύπησε. Άνοιξε την πόρτα πατώντας το ζεμπερέκι(1) και μπήκε απ’ το δρόμο· μικρόσωμος, μαυριδερός, κάτι μου θύμιζε. Κοίταξε κατά τη μάνα μου που είχε προβάλει απ’ την κουζίνα.
-Καλησπέρα θειά μουρμούρισε.
-Καλώς τον Γιάννη αντιγύρισε  η μάνα μου. Πως βρέθηκες βρε τέτοια ώρα εδώ; Τι κάνει η μάνα σου; 
Ξαφνικά τον θυμήθηκα. Ο Γιάννης της Σπύραινας του Δασκαλέα.
Δεν είχε πατέρα, -τ’ ορφανό- λέγανε πίσω απ’ την πλάτη του όταν πέρναγε στο καφενείο. Με την οικογένεια του κρατάγαμε  τη συγγένεια, τριτοξάδερφα, κάτι τέτοιο. Το σπίτι του ήταν σιμά στον πύργο του Μούρτζινου(2)  απ’ την μεριά της μισογκρεμισμένης μάντρας που ανεβαίναμε να σώσουμε(3) κάνα σύκο το καλοκαίρι. Άκουγα που μουρμούραγαν οι δικοί μου, πως ήταν ακουμπισμένοι οι Δασκαλαίοι στους Τρουπάκηδες(4)  αλλά δεν καταλάβαινα τι παναπεί αυτό κι αν είναι κακό.
-Θειά έχεις να με βάλεις πουθενά γι απόψε; Με ψάχνουνε.
-Ωχου τρομάρα μου. Τι πήγες κι έκαμες μωρέ μουρλέ;  Ποίονε  βρε; Άσε, μη μου πεις καλύτερα, να μην τόχω κρίμα στο λαιμό μου. Τι θα κάμομεν τώρα; Αρχίνισε το μοιρολόι και ταυτόχρονα τον άρπαξε απ’ το μπράτσο και τον τράβηξε προς το πορτόνι (5)  που έβγαζε απ’ το πλάι στην κύρια είσοδο με την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στις κάμαρες. Άντε πάνω στο μικρό δωμάτιο δεξιά και θάρθω να σου φέρω ένα σεντόνι . Έχεις φάει τίποτα;  Η μάνα μου ήξερε. Δεν αναρωτήθηκε. Ο γδικιωμός(6) καλά κρατούσε. Χρόνια τώρα οι Δασκαλαίοι είχαν αμάχη με τους Σωτηριάνους.
-Όχι δεν έχω φάει αλλά δεν πάει κάτω τίποτα. Να πάρω μια ανάσα λίγες ώρες και να συνεχίσω θειά . Μόνο λίγο νερό αν μπορείς.
-Σμαράγδω, μου φώναξε  η μάνα μου, αϊ να φέρεις την κανάτα κι ένα ποτήρι για τον Γιάννη. Έφυγα κατά την κουζίνα κι άκουσα την πόρτα ν’ ανοίγει. Ο πατέρας μου είχε τελειώσει το λασκενέ (7) στο καφενείο κι είχε γυρίσει. Χωρίς να χρειαστεί να πάω να τον φωνάξω. Μέσα στον καφενέ δεν έμπαινα Απαγορευμένος τόπος. Ο καφετζής είχε το νου του κι άμα έβλεπε παιδί στην πόρτα πήγαινε πάνω απ’ την πλάτη του γονιού κι ειδοποιούσε μ’ ένα σκούντημα
Με το που πέρασε την πόρτα, κατάλαβε χωρίς να χρειαστούν  λόγια. Κούνησε το κεφάλι για καλησπέρα και πήγε στη θέση του στο τραπέζι αμίλητος. Περίμενε να με τραβήξει  η μάνα μου κατά την κουζίνα κι έπιασε να κουβεντιάζει χαμηλόφωνα με τον μουσαφίρη. Δεν είπανε πολλά. Ο Γιάννης σηκώθηκε και τράβηξε κατά τη σκάλα. Αυτό σήμαινε ελευθέρας. Μπορούσα να επιστρέψω στη σάλα. Κάθισα στο διπλό ντιβάνι πίσω απ’ τον αργαλειό της μάνας μου με τον ξεχειλωμένο σουμιέ που χρησίμευε και ως καναπές . Εκεί παίρναμε και κάνα υπνάκο τα μεσημέρια ή το βραδάκι, πριν ανεβώ για το δωμάτιο. Ξάπλωνα χαζεύοντας την κεντημένη πάντα που κάλυπτε τον τοίχο στο πλαϊνό, κρύβοντας τον πεσμένο σοφά. Τα ιστορημένα με σταυροβελονιά, πάνω στην λινάτσα, λιοντάρια ήταν μέλη της οικογένειας πια, μετά από τόσα χρόνια που κοσμούσαν τον τοίχο. 
Η Νότα πήγε κι έκατσε δίπλα του πιάνοντας το μόνιμο  πλεχτό που πολέμαγε καιρό τώρα. 
-Τι θα κάμομεν Παναγιώτη αναρωτήθηκε φωναχτά ελπίζοντας να δώσει κι η ίδια την απάντηση. Ο γέρος δεν το σκέφτηκε καθόλου.
-Τι να κάμομεν; Να κοιμηθεί απόψε και το πρωί να πάει στην ευχή του Θεού κι όσο πιο μακριά μπορεί γιατί…. Δεν απόσωσε ξέροντας ότι θα ’λεγε τα ίδια και τα ίδια. Το ξέρε το τροπάρι. Το πρώτο φονικό είχε γίνει χρόνια πριν. Ο τελευταίος που είχε χαθεί ήταν ο μπάρμπας του Γιάννη ο αδερφός του πατέρα του, ήσυχος άνθρωπος αλλά βλέπεις η οικογένεια χρώσταγε αίμα. Και τώρα είχε έρθει η σειρά του μικρού να συνεχίσει το γαϊτανάκι .
-Βαλε να φάμε γύρισε στη μάνα μου κι ας λέει ότι δεν θέλει. Πήγαινε του μια μπουκιά ψωμί. Θαναι νηστικός αλλά ντρέπεται. Τον είδα που γύρισε κατά τον τοίχο στο πλάι και κοίταξε τις μπιστόλες.  Τις είχε κρεμασμένες από δυο στραβωμένες χοντρές πρόκες,  διμούτσουνες(9) μπροστογιομή(10) τριάντα χρόνια γεμάτες, έτοιμες. Για την κακιά την ώρα. Δεν τα εμπιστευόταν τούτα τα καινούργια με τους μύλους και τις σφαίρες που  τα βλέπε σε φίλους να τα θαυμάζουν. Πολύ μικρά, γυαλιστερά δεν ήταν σίγουρο ότι θα δούλευαν. Ενώ το μπροστογιομή ότι του βάλεις θα βγάλει, έλεγε και ξανάλεγε.
Έβαλε ένα ποτήρι κρασί έκαμε σταυρό και μου κάνε νόημα.
 -Έλα να κάτσεις να φάμε. Κάθισα απ’ την άλλη πλευρά, δεν ρώτησα , ήξερα ότι  υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να ρωτάνε οι μικρότεροι  Τι κάματε σήμερα, πέταξε για να αλλάξει το κλίμα και να κόψει την κουβέντα για τους Δασκαλιάνους και τις σκοτούρες τους. Γύρισα και του ’δειξα με περηφάνια στον λάκκο(11) το τεντωμένο πανί .
 -Ύφανα κουκουλάρικο(12) και τόμαθα και βγαίνει ίδιο συνέχεια. . Άμα το τελειώσω θα φτιάξω ένα φουστάνι για καλό. Θα περσέψει και για πουκάμισο τον καλόπιασα. Γέλασε κάτω απ’ τα μουστάκια του. 
-Καλά θα δούμε, μουρμούρισε. Τρώγε τώρα να πας για ύπνο, νύχτωσε δεν θα σηκώνεσαι το πρωί. Ήταν η μόνιμη επωδός για να με στείλουν για το κρεβάτι. Άλλες φορές έπεφτε παρακάλιο να μείνω λίγο. Η κουβέντα των μεγάλων και τα απαραίτητα κουτσομπολιά για την γειτονιά ήταν καλύτερα κι από τα παραμύθια της γιαγιάς μου. Τούτη τη φορά όμως καταλάβαινα ότι δεν θα ’παιρνε κουβέντα. Ανέβηκα και ξάπλωσα αλλά ύπνο δεν είχα.
Είχε περάσει ώρα και το χτύπημα στην πόρτα με τίναξε απ’ το στρώμα. Κρεμασμένη στο ξύλινο κάγκελο στο κεφαλόσκαλο, τους είδα να μπαίνουν, καλησπερίζοντας τον πατέρα μου που τους άνοιξε.
-Καλώς τους. Πως τέτοια ώρα από δω; Κάτι απάντησαν κι έκατσαν στο τραπέζι.
Προσεχτικοί, διακριτικοί,  μπορεί να είχαν φονικό μπροστά τους, αλλά το σέβας στον οικοδεσπότη ήταν πάνω απ’ όλα.
-Μπάρμπα Πότη έχουμε χρέος, άκουσα τον μεγαλύτερο. Δεν γίνεται αλλιώς Δεν γυρίζουμε πίσω με αδειανά χέρια Το αίμα σκούζει και βοά.
-Ναι ξέρω, σκίζει λαγκάδια και βουνά αντιγύρισε ο γέρος. Αλλά πρέπει κάποια στιγμή να τελειώσει. Σώνει. Έπρεπε να ‘χουν κανονίσει οι γερόντοι να πάτε σε φτιάξη. Να γενεί ψυχικό(13) Δεν θα μπει τέρμα  ποτές έτσι όπως πάει. Καλά, πέστε τώρα εδώ στο κρεβάτι να βγάλουμε τη νύχτα και άμα φωτίσει  βλέπουμε. Τους άφησε τη λάμπα του πετρελαίου χαμηλωμένη και ανέβηκε στην κάμαρά του.
Έτσι κείνο το βράδυ  κοιμίσαμε το φονιά στο δωμάτιο απάνω και τους αδερφούς του σκοτωμένου κάτω. Αφώτηγα σηκώθηκε ο γέρος, τον κατέβασε από την κλαμπανή(14) στην αυλή, πήδηξε τη μάντρα πίσω απ’ το σπίτι και χάθηκε στο σκοτάδι. Ο γέρος γύρισε ήσυχος στο κρεβάτι του σίγουρος πως οι διώκτες δεν υπήρχε περίπτωση ν’ ανέβουν τη σκάλα. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη ντροπής απ’ το να μη δείξουν εμπιστοσύνη στον οικοδεσπότη τους. Κοιμόντουσαν κάτω από τις πιστόλες του σίγουροι και ασφαλείς,  την ώρα που ο Γιάννης της Σπύραινας έφτανε στο Πεταλίδι(15) στον μπάρμπα του να κρυφτεί, ξεκινώντας μαύρη ζωή κλεισμένος μέσα, μέχρι να βρει βαπόρι για την Αμέρικα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: